Ελάχιστες «προσποιήσεις», εν αντιθέσει με αυτές εντός αγωνιστικού χώρου, έκανε ο Βασίλης Τσιάρτας, μιλώντας για όλους και για όλα σε εκκολαπτόμενους δημοσιογράφους.
Καλεσμένος του «Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ», ο πρώην τεχνικός διευθυντής στου «Δικέφαλου» αναφέρθηκε στην ανάγκη ανταπόδοσης όσων του έδωσε η Ένωση, στη χαρά του να βάλει και αυτός το λιθαράκι του στη σωτηρία της, στις κόντρες με Βλάχο και Μαύρο στις μεταγραφές του καλοκαιριού, στη μυστική συνάντηση με τον Ρεχάγκελ, αλλά και στο ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού.
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Βασίλης Τσιάρτας
Για το λόγο που τον έκανε… μάνατζερ: «Το επάγγελμα αυτό ήταν ένας τρόπος να παραμείνω στο ποδόσφαιρο. Να του επιστρέψω κάποια πράγματα απ’ αυτά που κέρδισα. Αυτό που θέλω να κάνω είναι να χτίσω νέους παίκτες, να τους προετοιμάσω γι’ αυτά που θα συναντήσουν στην καριέρα τους. Και κύριο μέλημά μου είναι να φτιάξω ένα “προϊόν” προς ζήτηση. Έναν παίκτη με ποδοσφαιρικές ικανότητες, αλλά και ήθος».
Για το ποιες ποδοσφαιρικές ικανότητες ξεχωρίζει: «Το παν είναι η γρήγορη σκέψη και οικειότητα με την μπάλα. Να είναι ο παίκτης δημιουργικός και να μπορεί να αξιοποιεί τους συμπαίκτες του. Λέμε για γρήγορους παίκτες. Και ο Μπολτ είναι γρήγορος, αλλά αν τον βάλεις δεν θα μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο. Δείτε την Μπαρτσελόνα, το πώς αξιοποιούν ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν είναι πιο γρήγορος από την μπάλα. Στην Ελλάδα οι παίκτες πρώτα παίρνουν την μπάλα και μετά σκέφτονται τι θα την κάνουν. Στο εξωτερικό όταν φτάνει στα πόδια τους το έχουν ήδη αποφασίσει».
Για τη σημασία της τακτικής: «Η τακτική είναι σημαντική για να περιορίσεις τον αντίπαλο. Μπροστά στο ταλέντο όμως, τελειώνει… Όταν έχεις 2-3 πολύ ποιοτικούς παίκτες που μπορούν με μια ενέργεια να αλλάξουν το ματς, λεωφορείο και πούλμαν μαζί να στήσει ο άλλος μπροστά από το τέρμα δεν τους εμποδίζει. Εξάλλου, καλύτερη άμυνα είναι η κατοχή της μπάλας. Η εμπιστοσύνη στα πόδια σου και η γνώση του πώς θα την αφήσεις λιγότερο στον αντίπαλο».
Για τους Σιόβα, Κλωναρίδη: «Όταν ξεκίνησα ως μάνατζερ του, επί ένα χρόνο προσπαθούσα να του λύσω τους κόμπους που είχε μέσα στο κεφάλι του. Τότε δεν είχε παίξει ούτε 15 ματς συνολικά με τον Πανιώνιο. Του είπα, λοιπόν: “Πρέπει να μπεις στον ποδοσφαιρικό χάρτη”. Έκανε εκείνη τη σεζόν 30 συμμετοχές, την επόμενη έκανε άλλες τόσες, την τρίτη πήγε στον Ολυμπιακό.
Οι παίκτες ψάχνουν πάντα εύκολα άλλοθι. Γι’ αυτό πολλοί απ’ αυτούς έχουν σχέσεις με δημοσιογράφους. Το γήπεδο όμως είναι καθρέφτης. Θυμάμαι όταν ανέλαβα τον Κλωναρίδη, που ήθελαν να τον διώξουν από την ΑΕΚ. Με υπομονή και δουλειά όμως, έφτασε στη Λιλ.
Αν ένας παίκτης δεν βάζει τον ψηλότερο στόχο, δεν μπορεί να εξελιχθεί. Από εκείνον εξαρτάται αν θα είναι ο κανόνας ή η εξαίρεση. Αν θα μείνει συγκεντρωμένος ή θα ασχολείται με το facebook, το twitter και όλα τα υπόλοιπα που δεν του προσφέρουν τίποτα. Αν δεν αγαπάς κάτι, δεν μπορείς να το κάνεις καλά. Πειρασμοί υπάρχουν πολλοί. Κάποια πράγματα όμως μπορούν να περιμένουν. Το ποδόσφαιρο όχι…»
Για τους σημερινούς ποδοσφαιριστές: «Όταν ήρθα στην ΑΕΚ το 1992 έπαιρνα 1 εκατ. δρχ. το χρόνο, ενώ υπήρχαν άλλοι που έπαιρναν 100 και 150. Δούλεψα όμως, έπαιξα και μετά ήρθαν και τα λεφτά. Σήμερα πρώτα σε ρωτούν πόσα θα πάρουν…»
Για την τελευταία… ενασχόληση με την ΑΕΚ: «Την περίοδο που ήμουν στην ΑΕΚ έπρεπε να παραμερίσω τα καθήκοντα του μάνατζερ. Και μάλιστα έχασα μεγάλες δουλειές γι’ αυτό. Η ΑΕΚ όμως είναι η μόνη μεγάλη ομάδα που έπαιξα στην Ελλάδα και όταν κλήθηκα να βοηθήσω, πήγα αμισθί, για να επιστρέψω κάποια από τα πράγματα που μου έδωσε. Δεν το μετάνιωσα καθόλου και ίσα-ίσα που νιώθω καλά, γιατί βοήθησα να υπάρχει σήμερα η ΑΕΚ.
Ανέλαβα ένα ρόστερ που είχε κόστος 8,7 εκατ. ευρώ και το έριξα στα 3 εκατ. Πρώτος στόχος ήταν να μείνει η ομάδα στη ζωή. Ήθελα να τον πετύχω λοιπόν συνδυάζοντας το χαμηλό μπάτζετ με μια ανταγωνιστική ομάδα που θα είχε προοπτική. Όσοι κρίνουν όμως τον προγραμματισμό της ΑΕΚ θα πρέπει να λένε ότι -εκτός των υπολοίπων δυσκολιών- υπήρχε και ο περιορισμός των μεταγραφικών κινήσεων».
Για τη σχέση του Μαύρο και Βλάχο: «Η μόνη εισήγηση που επέμεινα ήταν του Κορδέρο. Είναι ένας παίκτης που τον παρακολουθώ επί τρία χρόνια. Δεν ήταν τυχαίο που τον πρότεινα και ότι έθεσα μέχρι και θέμα αποχώρησής μου αν δεν ερχόταν. Κάποιοι προπονητές στην Ελλάδα δεν έχουν γνώση της αγοράς του εξωτερικού κι αυτό δεν είναι καλό. Γενικά η κατάσταση στην ΑΕΚ ήταν για να φύγω από την τρίτη ημέρα. Παρά την αταξία όμως, έμεινα γιατί ήθελα να κάνω όσο πιο επαγγελματική μπορούσα την ομάδα.
Ο Χιρόσι ήταν άλλος ένας από τους παίκτες που πρότεινα. Είχαμε δει DVD με τον Μαύρο μάλιστα και τον ενέκρινε. Αν είχα επιμείνει, θα τον είχα φέρει. Είχε βάλει 20 γκολ σε 30 συμμετοχές με τη β’ ομάδα της Σεβίλλης και -αντίθετα με αυτά που έλεγε ο Βλάχος για να τον απαξιώσει- ήταν καλός με την μπάλα και έπαιζε και έξω από την περιοχή. Αμφιβάλλω αν είδε καν τα DVD που του έδωσα. Από την πρώτη μέρα όμως το είχα πει: Θα πάρουμε αυτούς που μπορούμε και όχι αυτούς που θέλουμε. Πώς θα πάρω τον Μέσι, όταν δεν έχω μαντίλι να κλάψω», αναρωτιέται.
Και αφού τονίζει ότι: «για να λειτουργήσει καλά μια ομάδα όλοι πρέπει να είναι ενωμένοι», συνεχίζει: «Εγώ πήγαινα στα Σπάτα 10 η ώρα το πρωί και έφευγα 11 το βράδυ. Αν με την κατάσταση που υπήρχε, τις ίδιες ώρες περίπου δεν καθόταν και ο προπονητής με τον επικεφαλής του ποδοσφαιρικού τμήματος, πώς θα γίνει; Από την άλλη, ο καθένας ασχολούνταν μόνο με το κομμάτι του. Έκανα εγώ, ας πούμε, διαπραγματεύσεις για τα οφειλόμενα από πέρυσι και την ίδια ώρα έβγαινε ότι “θα πάρουμε τον τάδε”. Πώς θα πω εγώ στον παίκτη να διακανονίσει την οφειλή του, αν ακούγεται ότι θα κάνουμε μεταγραφές;
Εμένα μ’ ένοιαζε μόνο να επιβιώσει η ΑΕΚ. Αυτά που είπα στη ραδιοφωνική συνέντευξή μου ήθελαν να τα γράψουν πολλοί, αλλά φοβούνταν τον Μαύρο, τον… άσπρο και τον πορτοκαλί. Ανακουφίστηκαν όμως που βρέθηκε κάποιος να τα πει. Όταν είδα ότι πάνε να μου φορτώσουν την κακή βαθμολογική θέση για να αποποιηθούν των δικών τους ευθυνών, έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το επικοινωνιακό κομμάτι υπέρ τους, αλλά οι απαντήσεις -τόσο του Μαύρου, όσο και του Βλάχου- ήταν για γέλια.
Ξαναλέω ότι η μόνη εισήγησή μου απ’ αυτούς που πήραμε ήταν ο Κορδέρο. Όλους οι άλλοι που αποκτήθηκαν -είτε τους ξέραμε, είτε τους δοκιμάσαμε. Πέρασαν πάνω από 30 παίκτες από τα Σπάτα για να τους δούμε. Πήραμε τελικά αυτούς που μπορούσαμε. Ενδεχομένως αν είχα εγώ τον τελικό λόγο, να έπαιρνα κάποιες άλλες αποφάσεις. Αυτοί που ήρθαν όμως νομίζω ότι αξίζουν και μπορούν να εξελιχθούν».
Για το αν μπορούν να σταθούν στην ΑΕΚ οι νεαροί ποδοσφαιριστές του ρόστερ της: «Το 90% του ρόστερ μπορεί να παραμείνει. Με μια προϋπόθεση φυσικά. Να έρθει ένας επενδυτής που θα πληρώνει και θα κάνει πλήρως επαγγελματική την ομάδα. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν σήμερα παίκτες στην ΑΕΚ που δεν έχουν λεφτά για να τραφούν σωστά ή για να πληρώσουν τα διόδια. Αυτό τους κάνει ευάλωτους. Αν έρθει νέος ιδιοκτήτης όμως -χωρίς υπερβολές και πολλά λεφτά, αλλά με προγραμματισμό και υπομονή- μπορεί να φτιάξει καλή ομάδα».
Για το πώς θα επιβιώσει η ΑΕΚ: «Αν βγάλουμε το ματς στην Ξάνθη και το δεύτερο ημίχρονο με τον Λεβαδειακό -το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό δεν αντέχει σε κριτική όπως διαμορφώθηκαν οι συνθήκες του- η ΑΕΚ έχασε από λεπτομέρειες και ατομικά λάθη. Υπάρχει μεγάλη ισορροπία στις ομάδες του πρωταθλήματος.
Μπράβο, ας πούμε, στον Πανιώνιο για την πορεία του, αλλά αγωνιστικά νομίζω ότι είναι ψηλότερα από εκεί που αξίζει. Το ανάποδο ισχύει για την ΑΕΚ, που δεν έχει ευνοηθεί από την τύχη. Πιστεύω όμως ότι με ένα σερί νικών μπορεί να τα καταφέρει. Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα αλλάξει η ψυχολογία των παικτών και του κόσμου και θα μπορέσει να βγει από τη δύσκολη θέση».
Για τον κόσμο: «Όταν αγαπάς μια ομάδα και ξέρεις τους λόγους που έφτασε σε δύσκολη φάση, πρέπει να είσαι πάντα κοντά της. Δυστυχώς στην Ελλάδα το 90% αγαπάει τη νίκη. Ο φίλαθλος πρέπει να είναι δίπλα στην ομάδα του και στα καλά και στα κακά. Να αναλογιστεί τι έγινε και έφτασε εκεί, αλλά να την υποστηρίζει πραγματικά. Άλλωστε, όταν είσαι άρρωστος χρειάζεσαι υποστήριξη απ’ αυτούς που σ’ αγαπάνε…»
Για τους Γεωργέα-Καφέ: «Χρειαζόμασταν παίκτες για τα επόμενα τρία χρόνια τουλάχιστον. Ο περιορισμός των κινήσεων όμως μας επέβαλε κάποια ρίσκα. Μακάρι να μπορούσαμε να κρατήσουμε κάποιον απ’ αυτούς, αλλά δεν γινόταν. Δεν ήθελε κανείς να τους απαξιώσει. Έληξαν, όμως, τα συμβόλαιά τους και στις τρεις κινήσεις που είχαμε δικαίωμα να κάνουμε περιλαμβανόταν και οι ανανεώσεις. Δεν είναι ότι δεν τους χρειαζόμασταν, αλλά έπρεπε να κοιτάξουμε μπροστά».
Για το μέλλον του ως τεχνικός διευθυντής «ακόμα και στον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό»:«Συζήτηση μπορεί να γίνει με τον οποιονδήποτε. Αν δεν μπορείς να είσαι εκεί που έχεις συνδεθεί, η ζωή συνεχίζεται. Από τη στιγμή που με ενδιαφέρει η δουλειά του τεχνικού διευθυντή, δεν θα πω ποτέ “αφού δεν μπορώ να είμαι στην ΑΕΚ, δεν θα πάω πουθενά”. Στα άμεσα σχέδια μου πάντως είναι να βγάλω το δίπλωμα προπονητή. Όχι μόνο γιατί μπορεί να με ενδιαφέρει στο μέλλον, αλλά και διότι θα με βοηθήσει να εξελιχθώ ακόμα περισσότερο».
Για την Εθνική και το πέναλτι του τελευταίου παιχνιδιού των προκριματικών με τη Β. Ιρλανδία) που σφράγισε το εισιτήριο για το έπος της Πορτογαλίας: «Διένυσα όλο το γήπεδο για να πάρω την μπάλα και να χτυπήσω το πέναλτι. Και αφού το χτύπησα και μπήκε, έκανα μια βδομάδα να κοιμηθώ! Θυμάμαι τους μισούς στη Λεωφόρο να έχουν γυρίσει την πλάτη για να μη βλέπουν από το άγχος. Αν σκεφτόμουν όμως εκείνη την ώρα τι θα γίνει σε περίπτωση που το χάσω, θα γονάτιζα. Δεν το έκανα, απέφυγα “παιχνίδια” που μπορεί να έκανα άλλες φορές με τον τερματοφύλακα και ευτυχώς το σουτ πήγε μέσα.
Όσο για την Πορτογαλία, όταν πετύχαμε τον αρχικό στόχο να κάνουμε έστω μια νίκη, λύθηκαν τα πόδια μας. Μετά είχαμε την πολυτέλεια να κοιτάμε παιχνίδι με το παιχνίδι. Και θυμάμαι ότι μέναμε ήρεμοι. Έρχονταν και μας έλεγαν μετά από κάθε ματς ότι καίγεται η Ελλάδα κι εμείς αναρωτιόμασταν “τι στο καλό, κάρβουνα θα βρούμε όταν γυρίσουμε”;
Για το γεγονός ότι στο Euro της Πορτογαλίας έμενε στον πάγκο: «Με τις συμμετοχές που είχα στα προκριματικά πίστευα ότι θα είμαι βασικός. Δεν έπαιξα με την Πορτογαλία και όταν μπήκα αλλαγή με την Ισπανία, άρχισα να φορτώνω. Στο ματς με τη Ρωσία -που θα μπορούσαμε να χάνουμε 4-0 στο εικοσάλεπτο- μπήκα μετά το 30’, μειώσαμε και τελικά περάσαμε. Πριν το ματς με τη Γαλλία λοιπόν, έκανα ένα ραντεβού με τον Ρεχάγκελ σε ένα ξενοδοχείο 500 χλμ. μακριά.
Ήθελα να συζητήσουμε τους λόγους που δεν παίζω. Όταν τον ρώτησα, λοιπόν, μου είπε ότι δεν θα αποφασίσω εγώ για το ποιος θα παίζει. Του είπα ότι δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά να ξέρω απλά αν κάνω κάτι λάθος. Μου είπε όχι. Και μου ανέφερε ότι με χρησιμοποιεί ως αλλαγή γιατί πίστευε πως μετά το 60’-70’ που έχει κουραστεί ο αντίπαλος μπορούσα να προσφέρω περισσότερο. Και τότε τον ρώτησα “με τη Ρωσία που είδες τα ζόρικα, με έβαλες στο 30’ επειδή είχε κουραστεί ο αντίπαλος»; Από τότε δεν ξαναμιλήσαμε. Νομίζω ότι είναι δείγμα του επαγγελματισμού μου, όμως, ότι δεν είπα τίποτα. Και ότι κάθε φορά που κλήθηκα έδινα τα πάντα -όπως στον ημιτελικό με την Τσεχία που έκανα το κόρνερ και σκόραρε ο Δέλλας».
Κι εδώ έρχεται η ερώτηση η κρίσιμη ερώτηση: «Σημάδεψες τέρμα ή τον Δέλλα»; Είναι απόλυτος: «Τον Δέλλα». Kαι για όποιον αμφιβάλλει, εξηγεί: «Είχα ταλέντο στα στημένα, αλλά ήταν και αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς. Καθόμουν μια ώρα κάθε μέρα μετά την προπόνηση και χτυπούσα φάουλ, πέναλτι και κόρνερ. Κι επειδή ήθελα να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τις επιδόσεις μου θυμάμαι ότι το έκανα με το τείχος στα 7 μέτρα αντί στα 9».
Το… καλύτερο ωστόσο ο Τσιάρτας το άφησε για το κλείσιμο της συζήτησης αποκαλύπτοντας πώς ο πατέρας του (αν και «πράσινων» αισθημάτων) ήταν ο κύριος λόγος που φόρεσε τη φανέλα της ΑΕΚ: «Με ήθελε ο Παναθηναϊκός όταν ήμουν στη Νάουσα. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου μάλιστα ήταν Παναθηναϊκός. Όταν τον κάλεσε όμως μια φορά ο Βαρδής Βαρδινογιάννης για να μιλήσουν του είπε ότι “το ταλέντο του γιου μου πιστεύω ότι πρέπει να περάσει από τα χέρια του Μπάγεβιτς”. Το σεβάστηκε κι έτσι πήγα τελικά στην ΑΕΚ…»