Μεγάλη απάτη είχαν στήσει σε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική πατέρας και γιος και μια συνεργάτιδά τους, οι οποίοι παρουσιάζονταν στα θύματά τους είτε ως έμποροι πώλησης μεταχειρισμένων πολυτελών οχημάτων, είτε ως επενδυτές κεφαλαίων.
Όπως αναφέρει το voria.gr, κατά το χρονικό διάστημα Νοεμβρίου 2018 – Δεκεμβρίου 2019 και με εντοπισμένη δράση σε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική, οι τρείς δράστες κατάφεραν σε εννέα περιπτώσεις να αποκομίσουν το παράνομο περιουσιακό όφελος των 538.050 ευρώ, ενώ σημειώνεται πως ο 31χρονος άντρας προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να αποκομίσει επιπλέον 8.000 ευρώ από υποψήφιο θύμα.
Σε βάρος του 61χρονου πατέρα, του 31χρονου γιου και της 31χρονης συνεργού τους σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για απάτη και πλαστογραφία.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, ο νεαρός άντρας προσέγγιζε τα υποψήφια θύματά του παριστάνοντας τον έμπορο μεταχειρισμένων πολυτελών οχημάτων και δηλώνοντας ότι μπορεί να τα πουλήσει σε συμφέρουσα τιμή μέσω εταιρείας που διατηρούσε στο εξωτερικό, τους αποσπούσε χρηματικά ποσά.
Επιπρόσθετα, προκειμένου οι δράστες να αποκομίσουν μεγαλύτερο οικονομικό όφελος, παρουσιάζονταν ως επενδυτές κεφαλαίων ορυχείου ξένης χώρας από τα οποία έλαβαν μεγάλα κέρδη ανταποδοτικά της επένδυσής τους και επικαλούμενοι τη βέβαιη απόδοση του επενδυτικού κεφαλαίου, καθώς και την σε κάθε περίπτωση ασφάλεια του αρχικού κεφαλαίου, έπειθαν τους παθόντες να τους καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά.
Για να ενισχύσουν τη θέση τους και να προσδώσουν αληθοφάνεια στα λεγόμενά τους, επεδείκνυαν πολυτελή τρόπο διαβίωσης, διατείνονταν ότι είχαν διασυνδέσεις με ξένους κυβερνητικούς αξιωματούχους και σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν ως υποψήφια θύματα ανθρώπους του συγγενικού και φιλικού τους περιβάλλοντος προκειμένου να κάμψουν πιθανή αντίδραση ή αμφιβολία.
Χαρακτηριστικό του τρόπου δράσης τους αποτελεί η λήψη μετρητών (χρηματικά ποσά), πρακτική η οποία δε συνάδει με τέτοιου είδους δραστηριότητες, ενώ μόλις γινόταν αντιληπτή η απάτη, καθησύχαζαν τους παθόντες με διάφορα προσχήματα, κυρίως όμως με αποστολή εντολών πληρωμής – επιστροφής χρημάτων μέσω διαδικτυακών μορφών επικοινωνίας, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ήταν, σύμφωνα με τους παθόντες, προφανώς πλαστές.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε θα υποβληθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα.