Δεύτερη αναβολή στην διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού φέρνει η πανδημία του Covid-19.
Σύμφωνα με διάταξη που συμπεριλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο – σκούπα του υπουργείου Υγείας, το οποίο ψηφίζεται την Δευτέρα με τις διαδικασίες του κατεπείγοντος, προβλέπεται πως η διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού – που επρόκειτο να ξεκινήσει στα τέλη Νοέμβρη – παρατείνεται κατά τέσσερις μήνες. Ελέω Covid-19, η διαδικασία αναβάλλεται για δεύτερη φορά, ώστε να ξεκινήσει πλέον το τελευταίο 10ήμερο του Μαρτίου και να ολοκληρωθεί το δεύτερο 15ήμερο του Ιουλίου, όταν ο υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί τον νέο κατώτατο μισθό στο υπουργικό συμβούλιο.
Σύμφωνα με τον νόμο το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου πρέπει να καθορίζεται «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών». Η ίδια διαδικασία ορίζει πως ο υπουργός Εργασίας δεν δεσμεύεται από το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων αλλά το λαμβάνει υπόψη του για να προτείνει στο υπουργικό συμβούλιο το νέο ύψος του μισθού.
Με την εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση που διαμορφώνεται στην ελληνική οικονομία και την ύφεση να καλπάζει πάνω από το όριο του 10% για το 2020, το ζήτημα του κατώτατου μισθού αναμένεται να συγκεντρώσει τα φώτα εντός του 2021. Σε προεκλογικό χρόνο και πολύ πριν εμφανιστεί η πανδημία του Covid-19, η κυβέρνηση είχε συνδέσει την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού με τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο αυτό, ο πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει ότι οι αυξήσεις στις κατώτατες αμοιβές θα κινούνται με διπλάσια ταχύτητα από την αύξηση του ΑΕΠ. Καθώς το ΑΕΠ βυθίζεται, πιεζόμενο σε πρωτόγνωρο βαθμό, από τα μέτρα της πανδημίας, ζητούμενο είναι τι θα γίνει με τον κατώτατο μισθό το 2021.
Οι αναφορές της Επιτροπής Πισσαρίδη
Η τελική έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη αποφαίνεται πως οι αλλαγές του 2014 που έδωσαν την εξουσία στην κυβέρνηση να καθορίζει το μισθό πρέπει να διατηρηθούν και να μην επιστρέψει η διαμόρφωση του μισθού στα χέρια των κοινωνικών εταίρων. «Ο ρόλος του κράτους είναι κρίσιμος και πρέπει να διασφαλίζει ότι τα συμφέροντα των ανέργων εκπροσωπούνται στη διαπραγμάτευση», αναφέρουν χαρακτηριστικά τα μέλη της Επιτροπής, προσθέτοντας πως η ύπαρξη ενός κατώτατου μισθού είναι μεν σημαντική, καθώς αμβλύνει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργοδοτών και συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας, αν όμως καθοριστεί σε πολύ υψηλό επίπεδο, μπορεί να αυξήσει την ανεργία, αποκλείοντας από την αγορά εργασίας άτομα με χαμηλές δεξιότητες. «Οι άνεργοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι σε αυτή την περίπτωση, καθώς οι προοπτικές να βρουν εργασία μειώνονται», σημειώνει η Επιτροπή καταλήγοντας πως «ο κατώτατος μισθός πρέπει να καθορίζεται με οικονομικά ορθολογικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέρονται των εχόντων εργασία αλλά και των ανέργων».
Οι Σοφοί προτείνουν ο κατώτατος μισθός να αποφασίζεται από ένα Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία, ώστε να μη συμπίπτει απαραίτητα με τον πολιτικό κύκλο μιας κυβέρνησης. «Η κυβέρνηση θα πρέπει να θεωρεί την πρόταση του Συμβουλίου δεσμευτική», συνιστούν οι Σοφοί της Επιτροπής Πισσαρίδη, διατηρώντας τη δυνατότητα να θέσει τον κατώτατο μισθό σε άλλο επίπεδο, δημοσιεύοντας μια επαρκή αιτιολόγηση για την απόκλιση από την πρόταση του Συμβουλίου.
περισσότερα ΕΔΩ