Οι καταστροφικές φωτιές στις αρχές Αυγούστου μετέτρεψαν σε στάχτη περισσότερα από ένα εκατομμύριο στρέμματα μέσα σε δύο εβδομάδες, σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS) με την Εύβοια να δέχεται το βαρύτερο πλήγμα.
Συγκεκριμένα από τις 29 Ιουλίου έως τις 12 Αυγούστου, 1.008.740 στρέμματα κάηκαν στην Ελλάδα.
Κάτοικοι από χωριά της Βόρειας Εύβοιας οι οποίοι παρέμειναν στα χωριά τους παλεύοντας με τις φλόγες για να περισώσουν τα σπίτια τους, καταγγέλλουν στο ethnos.gr ότι έμειναν αβοήθητοι από την Πολιτεία καθώς όπως αναφέρουν η μάχη χάθηκε καθώς πρώτον διότι η φωτιά κατέκαιγε για δύο ημέρες χωρίς να υπάρχουν δυνατοί άνεμοι, ενώ δεύτερον η πυρκαγιά στην Βαρυμπόμπη λειτούργησε ανασταλτικά για την Εύβοια καθώς οι δυνάμεις της πυροσβεστικής επικεντρώθηκαν στην Αττική, αφήνοντας τους κατοίκους της Εύβοιας αβοήθητους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών και Δασεργατών Ευβοίας, Βαγγέλης Γεωργαντάς από το χωριό Σκεπαστή, «η φωτιά τις δύο πρώτες μέρες έκαιγε με 0 μποφόρ», ενώ σύμφωνα με τον κ. Γεωργαντά σε αυτό το χρονικό διάστημα, «η δύναμη της πυροσβεστικής στη βορειοκεντρική Εύβοια ήταν 18 επίγεια πυροσβεστικά και κανένα εναέριο.
Μάλιστα αναφέρει το ρητορικό ερώτημα: «Πιστεύετε ότι μπορούσαν να σβήσουν τη φωτιά στη χαλέπιο πεύκη αυτά τα πυροσβεστικά;».
Σε ανάλογο ύφος ο Νίκος Ζάχος, κάτοικος του χωριού Κρυονερίτης, καταγγέλλει ότι «τα αεροπλάνα ήταν ανεπαρκή. Μας έφαγε η Αθήνα, γιατί έπεσε όλο το βάρος στη φωτιά στη Βαρυμπόμπη. Σε πολλά σημεία χρειάζονταν αεροπλάνα και ελικόπτερα για να συγκρατήσεις τη φωτιά που ήταν ανεξέλεγκτη αλλά τα αεροπλάνα ήταν ανεπαρκή».
Μάλιστα περιγράφοντας τη δραματικότητα και τις ώρες αγωνίας που έζησαν οι κάτοικοι της Εύβοιας ο κ. Ζάχος, θυμάται τις κρίσιμες στιγμές λέγοντας, «παλιά, σε κάτι εικόνες στην εκκλησία, βλέπαμε πώς είναι η κόλαση, αλλά τώρα την είδαμε και με τα μάτια μας. Σαν να βλέπεις ένα βίντεο για το πώς είναι η κόλαση, με τις φλόγες γύρω από το σπίτι σου».
Η καταστροφή που προκάλεσε η φωτιά στη Βόρεια Εύβοια είναι ανυπολόγιστη καθώς από τη συγκεκριμένη περιοχή βγαίνει το 85% της εγχώριας παραγωγής ρητίνης.
Η ρητίνη (το γνωστό ρετσίνι) που εκκρίνεται από τη χαλέπιο πεύκη, την ποικιλία των πεύκων που ευδοκιμούν στη λεκάνη της Μεσογείου, αποτελεί μια δυσεύρετη και με τεράστια ζήτηση ουσία λόγω των πολυάριθμων εφαρμογών της.
Το κολοφώνιο και το ακατέργαστο νέφτι που αποτελούν τα δύο βασικά προϊόντα της χρησιμοποιούνται από απλά καθημερινά προϊόντα όπως νέφτι και πλαστικά ή τεχνητές οδοντοστοιχίες μέχρι ακριβά ακρυλικά χρώματα για πολυτελή οχήματα και υψηλής τεχνολογίες χρήσεις έως πυρηνικές κεφαλές, εξηγεί ο κ. Γεωργαντάς ο οποίος μέχρι και πριν τις φωτιές στην Εύβοια ζούσε από τη ρητινοκαλλιέργεια στο χωριό του στη Σκεπαστή.
«Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βγάζουμε 6.500 χιλιάδες τόνους περίπου, οι 5.500 χιλιάδες βγαίνουν στην Εύβοια. Είναι το 85% της πανελλαδικής παραγωγής», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τα πεύκα της Βόρειας Εύβοιας αποτελούσαν μέχρι να καούν τον βασικότερο τροφοδότη αυτής της πολύτιμης πρώτης ύλης.
«Από τις καταστροφικές φωτιές χάθηκε το 70% – 80% της παραγωγής της Εύβοιας. Ό,τι έχει απομείνει είναι στην κεντρική Εύβοια προς τη Χαλκίδα. Από την περιοχή του Μαντουδίου έως την Ιστιαία δεν υπάρχει τίποτα.
Διαβάστε επίσης: «Τελειώσαμε, μείναμε σύξυλοι» – Κραυγή αγωνίας από ρητινοκαλλιεργητές για την επόμενη μέρα στην Εύβοια
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι μένουν 800 οικογένειες στο δρόμο χωρίς δουλειά, και εκτός από αυτές τις 800 οικογένειες, όλα τα συναφή επαγγέλματα. Μεταφορείς, δύο βιοτεχνίες στην περιοχή, ο κόσμος που δούλευε στις επιχειρήσεις που έχουν να κάνουν με τη ρητίνη, όλοι αυτοί καταστράφηκαν από το δικό μας το επάγγελμα. Δούλευαν υλοτόμοι, μάντρες με εμπορία ξύλων, δασαρχεία.
Και οι δύο έχουν τεράστιες απώλειες καθώς καταστράφηκαν ολοσχερώς χιλιάδες δέντρα τα οποία καλλιεργούσαν από γενιά σε γενιά, μην έχοντας πλέον τη δυνατότητα βιοπορισμού.
Οι κάτοικοι των χωριών όντας υλοτόμοι κι έχοντας τεράστια εμπειρία, έμειναν στα χωριά τους και πάλεψαν με τις φλόγες, χρησιμοποιώντας τα μηχανήματά τους και φτιάχνοντας αντιπυρικές ζώνες για να σώσουν τα σπίτια τους, καθώς όπως αναφέρουν αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε δραματική κατάσταση έχοντας χάσει για πάντα το επάγγελμα που έκαναν, καθώς το δάσος θα χρειαστεί 25 – 30 χρόνια για να αναγεννηθεί ωστόσο έπρεπε να σώσουν τα σπίτια τους ώστε όπως λένε, «γνωρίζουμε ότι από αύριο αν χάναμε κι αυτό το σπίτι, δε θα είχαμε ούτε στέγη να κοιμηθούν τα παιδιά μας».
Έκαιγε η φωτιά για δυο μέρες με 0 μποφόρ
Τις δραματικές μέρες που η καταστροφική φωτιά μετέτρεπε σε στάχτη χιλιάδες στρέμματα δάσους και απειλούσε χωριά περιγράφουν στο ethnos.gr οι κάτοικοι της Εύβοιας, κάνοντας λόγω για απουσία επιχειρησιακού σχεδίου ενώ καταγγέλλουν πολύ σοβαρές ελλείψεις τόσο σε επίγεια αλλά και σε εναέρια μέσα πυρόσβεσης.
«Η φωτιά τις δύο πρώτες μέρες έκαιγε με 0 μποφόρ», αναφέρει κατηγορηματικά ο πρόεδρος του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών και Δασεργατών Ευβοίας, Βαγγέλης Γεωργαντάς.
Μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η φωτιά έκαιγε επί δύο μέρες μόνη της στο βουνό και πήγαινε ότι ώρα ήθελε, όπως ήθελε. Τα πυροσβεστικά ήταν μέσα στα χωριά και λέγανε έχουμε σιγή ασυρμάτου, δεν κινούμαστε». «Τι πάει να πει αυτό;», διερωτάται ο Βαγγέλης Γεωργαντάς και αναφέρει εμφατικά ότι «στον πόλεμο ο φαντάρος πολεμάει. Οι εντολές ήθελαν να έχουμε σιγή ασυρμάτου, ποιος τις δίνει αυτές τις εντολές;».
Παράλληλα όπως σημειώνει «τις δύο πρώτες μέρες η δύναμη της πυροσβεστικής στη βορειοκεντρική Εύβοια ήταν 18 επίγεια πυροσβεστικά και κανένα εναέριο. Μάλιστα αναφέρει το ρητορικό ερώτημα: «Πιστεύετε ότι μπορούσαν να σβήσουν τη φωτιά στη χαλέπιο πεύκη αυτά τα πυροσβεστικά;».
Επίσης, ο κ. Γεωργαντάς αναφέρει μια ακόμα πολύ σημαντική παράμετρο για την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου δάσους, καθώς στους κορμούς των ρητινευόμενων δέντρων, τοποθετούνται αυτή την περίοδο, ειδικές σακούλες για τη συλλογή του ρετσινιού το οποίο είναι έκθετο στη φωτιά και ως πολύ εύφλεκτο υλικό στην πραγματικότητα επιταχύνει ακόμα περισσότερο την εξάπλωση και επιτάχυνσή της.
«Ο κόσμος ένιωθε απογοήτευση και εγκατάλειψη, δεν περιγράφεται αυτό που ζήσαμε» δηλώνει για να περιγράψει το πώς βίωσαν οι κάτοικοι της Εύβοιας τις ώρες της μάχης με τις φλόγες.
Ανάλογη εικόνα μεταφέρει και από τον Κρυονερίτη ο Νίκος Ζάχος ο οποίος λέει ότι «τα αεροπλάνα ήταν ανεπαρκή. Μας έφαγε η Αθήνα, έπεσε πολύ βάρος στη φωτιά στη Βαρυμπόμπη. Σε πολλά σημεία χρειάζονταν αεροπλάνα και ελικόπτερα για να συγκρατήσεις τη φωτιά που ήταν ανεξέλεγκτη αλλά τα αεροπλάνα ήταν ανεπαρκή».
Μάλιστα περιγράφοντας τη δραματικότητα και τις ώρες αγωνίας που έζησαν οι κάτοικοι της Εύβοιας ο κ. Ζάχος, θυμάται τις κρίσιμες στιγμές λέγοντας, «παλιά, σε κάτι εικόνες στην εκκλησία, βλέπαμε πώς είναι η κόλαση, αλλά τώρα την είδαμε και με τα μάτια μας. Σαν να βλέπεις ένα βίντεο για το πώς είναι η κόλαση, με τις φλόγες γύρω από το σπίτι σου».
Μείναμε μόνοι μας – Σώσαμε τα σπίτια μας
Οι κάτοικοι των χωριών της Εύβοιας έδωσαν τη δική τους μάχη με τις φλόγες και γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα τα χώματά τους, έβαλαν μπροστά τα μηχανήματα τους, τα βυτία και τα τρακτέρ τους, έφτιαξαν επιτόπου αντιπυρικές ζώνες και προσπάθησαν να σώσουν τα χωριά τους και τις περιουσίες τους.
«Προστατεύσαμε τα σπίτια, δεν κάηκε ούτε ένα και τα καταφέραμε γιατί ξέρουμε κάθε σπιθαμή του δάσους, από πού δηλαδή μπορούσε να περάσει η φωτιά. Το ξέρουμε το μέρος όπως ξέρεις εσύ το σπίτι σου», δηλώνει χαρακτηριστικά ο Νίκος Ζάχος.
Μάλιστα συζητώντας για την στρατηγική των προληπτικών εκκενώσεων που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών, ο κάτοικος του Κρυονερίτη, αναφέρει ότι «η εκκένωση μπορεί να είναι χρήσιμη για μέρη που δεν ξέρει τι να κάνει ο κόσμος. Ναι φυσικά να φύγουν τα γυναικόπαιδα και οι ευπαθείς ομάδες, το καταλαβαίνω, αλλά εμείς επειδή ασχολούμαστε μ’ αυτά, είμαστε και υλοτόμοι, ξέρουμε να φτιάξουμε μια ζώνη, δεν έπρεπε να φύγουμε».
Την ίδια ώρα ο Βαγγέλης Γεωργαντάς αφήνει σοβαρές αιχμές και για την επιλογή που υπήρξε με εκατοντάδες δυνάμεις αστυνομικών να γεμίζουν τα χωριά που απειλούνταν, σχολιάζοντας ότι «η Εύβοια χόρτασε από τζιπ, αλλά τα τζιπ δε σβήνουν φωτιές, τα πυροσβεστικά σβήνουν», ενώ συνεχίζει σημειώνοντας ότι «το μόνο που έκαναν ήταν να φέρουν τα περιπολικά της αστυνομίας να διώχνουν με το έτσι θέλω τον κόσμο απ’ τα χωριά, με ύφος, «φύγετε, το ξεγράφουμε το χωριό».
«Όσοι μείναμε στα χωριά μας τουλάχιστον σώσαμε τα σπίτια μας για να έχουμε σκεπή. Με βυτία, με ψεκαστικά, με τα τρακτέρ που οργώνουμε τα χωράφια μας, με ό,τι διέθετε ο καθένας. Κι αυτό γιατί γνωρίζουμε ότι από αύριο αν χάναμε κι αυτό το σπίτι, δε θα είχαμε ούτε στέγη να κοιμηθούν τα παιδιά μας», λέει ο Βαγγέλης Γεωργαντάς περιγράφοντας τη δραματικές ώρες που βιώνουν οι πυρόπληκτοι στην Εύβοια.