Πέθανε το πρωί της Πέμπτης ο Χρήστος Σαρτζετάκης, μετά από πολυήμερη νοσηλεία στην ΜΕΘ του Νοσοκομείο “Λαϊκό”.
Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης νοσηλευόταν στην Εντατική από τις 3 Δεκεμβρίου 2021.
Ο 93χρονος πρώην ανώτατος δικαστής και Πρόεδρος της Δημοκρατίας την περίοδο 1985-1990, εισήχθη στο “Λαϊκό” Νοσοκομείο με πνευμονία, λίγες ημέρες νωρίτερα, ωστόσο στις 3 Δεκεμβρίου 2021 κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία του στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. λόγω οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας.
Ποιος ήταν ο Χρήστος Σαρτζετάκης
Γεννήθηκε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης το 1929. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής, καταγόμενος από τα Χανιά. Η μητέρα του, το γένος Γραμμενόπουλου, ήταν από το Σκλήθρο Φλώρινας, κόρη του Μακεδονομάχου Κοσμά Γραμμενόπουλου. Ήταν πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο το 1955. Το 1961 ήταν ανακριτής στο Αγρίνιο, στην ανάκριση του παιδαγωγού Μιχάλη Παπαμαύρου.
Το 1956 υπηρέτησε ως Ειρηνοδίκης στην Κλεισούρα Καστοριάς. Το 1963 υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, και έγινε γνωστός ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.
Με εκπαιδευτική άδεια έκανε στο Παρίσι κατά το διάστημα 1965-1967 μεταπτυχιακές σπουδές στο Εμπορικό Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο.
Το 1968, επί Χούντας, απολύθηκε από το δικαστικό σώμα και στη συνέχεια συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς δίκη. Απολύθηκε από τις φυλακές της Χούντας μετά από διεθνή κατακραυγή το 1971. Με την πτώση της δικτατορίας αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία του τον Σεπτέμβριο του 1974 με τον βαθμό του Εφέτη.
Το 1976 συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά και ως εκ τούτου η έκδοσή του απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών (Κ. Αλεξόπουλος, Σ. Βάλλας, Χ. Σαρτζετάκης) γι’ αυτή την απόφαση, γεγονός που θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία
Το 1981 προήχθη στον βαθμό του Προέδρου Εφετών και το 1982 στον βαθμό του Αρεοπαγίτη.
Κατά την προεδρική εκλογή του 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και εξελέγη από αυτό και τα κόμματα της αριστεράς στις 29 Μαρτίου 1985 Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 5 Μαΐου 1990.
Η εκλογή του συνδέθηκε με δύο προβλήματα Συνταγματικού Δικαίου, τα «χρωματιστά ψηφοδέλτια» και την «ψήφο Αλευρά». Για την ψηφοφορία χρησιμοποιήθηκαν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για κάθε υποψήφιο, κάτι που η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία) κατήγγειλε ως απόπειρα ακύρωσης του μυστικού χαρακτήρα της ψηφοφορίας, επειδή, όπως υποστήριξε, το χρώμα του κάθε ψηφοδελτίου διακρινόταν από τον ημιδιαφανή φάκελο. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς δεν έπρεπε να λάβει μέρος στην ψηφοφορία ως εκτελών χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την πρόωρη παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η θητεία του στιγματίστηκε από την ανένδοτη άρνησή του ως Προέδρου της Δημοκρατίας να απονείμει χάρη στον ισοβίτη Χρήστο Ρούσσο, στάση που αποδόθηκε σε ομοφοβία και διάκριση, εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις και η θετική εισήγηση του Συμβουλίου Χαρίτων. Η απεργία πείνας που ξεκίνησε ο Ρούσσος πυροδότησε ένα ευρύ κίνημα συμπαράστασης, στο οποίο συμμετείχαν προσωπικότητες του πνευματικού, νομικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού κόσμου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τελικά, ο Χρήστος Ρούσσος αποφυλακίστηκε με χάρη που του δόθηκε το 1990 από τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Μετά το 1990 έχει αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δημόσια ζωή αν και αρθρογραφεί τακτικά σε εφημερίδες και δημοσιεύει κείμενα στην ιστοσελίδα του.
Είναι παντρεμένος με την Έφη Αργυρίου και έχει μία κόρη.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Το βραβείο απονεμήθηκε για τη δημοσίευση του έργου «Επιτελών το καθήκον μου», κείμενο με τη μειοψηφική γνώμη που διατύπωσε το 1964 ως ανακριτής στην υπόθεση Λαμπράκη, το οποίο αξιολογήθηκε ως λαμπρό δείγμα ευσυνείδητης, εμβριθούς, εξονυχιστικής και θαρραλέας ανακριτικής στάσης.