Γράφει η συγγραφέας Νίκη Κελεσίδου
*Το παρακάτω κείμενο είναι ένα από αυτά που περιλαμβάνονται στο βιβλίο “Κληρονομιά” και μπορεί κανείς να το βρει στο Bookstagram Store στη Νάουσα. Πρόκειται για τις ιστορίες 17 ατόμων που παρακολούθησαν τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής τη χρονιά που μας πέρασε με την αρωγή του συγγραφέα και εισηγητή των σεμιναρίων, Γιώργου Δάμτσιου, και της συντονίστριας του τμήματος, Ελένης Σιαμίδου. Κάθε ιστορία διαδραματίζεται στην πόλη της Νάουσας και στην ευρύτερη περιοχή και έχει σαν θέμα την κληρονομιά.
“Ο παππούς σού άφησε κάτι. Μόνο για εσένα. Κληρονομιά”. “Τί κληρονομιά βρε γιαγιά μου;”, σκεφτόμουν και ξεφυσούσα ξανά και ξανά, αναλογιζόμενη τα λόγια της. Η διαδρομή για το αγαπημένο μου Ροδοχώρι ήταν αδιάφορη αυτή τη φορά. Ούτε τα δέντρα χάζευα, ούτε το πολύχρωμο στρώμα που άφηναν τα φύλλα στο διάβα τους. Οδηγούσα και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ο κυρ Μιχάλης. Έτσι τον φώναζαν. Ο κυρ Μιχάλης με τα τραγούδια του, το τσιγάρο στο χέρι και το δυνατό του γέλιο.
Με τα τσιπουράκια που στήνονταν στη στιγμή και τις βόλτες στο ποτάμι και στο δάσος. Να δούμε τις μελισσούλες του. Αυτές, που πρόσεχε με υποδειγματική ευλάβεια και έμαθε και σε εμάς να τις αγαπάμε. “Απίστευτη κοινωνία. Κοίτα πως συνεργάζονται! Η μία βοηθάει την άλλη, αλλιώς δεν έχει χαΐρι. Έτσι και με τους ανθρώπους. Μόνο αν μάθουμε να στηριζόμαστε ο ένας στον άλλο θα πάμε μπροστά. Χωρίς τρικλοποδιές. Να το θυμάσαι.”
Μπαίνοντας στην επόμενη στροφή, το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα, ξεχωρίζει ανάμεσα στα πεύκα. Εκεί την Πρωτομαγιά. Εκεί και κάθε φορά που μαζευόμασταν για…κατάνυξη όπως έλεγε, με την Καθαρά Δευτέρα να είναι η πιο χαρακτηριστική. Μέρες νωρίτερα έψαχνε καλάμια για να φτιάξει τον χαρταετό. Κάθε χρόνο μαλώναμε για τα χρώματα που θα έβαζε. Κάθε χρόνο μάς βούλωνε το στόμα με τον ίδιο τρόπο. Καθισμένος στα γόνατα, ανάμεσα σε κόλλες, σπάγκους και χαρτιά, έλεγε το ίδιο ξανά και ξανά. “Μπλε και άσπρο. Αυτά μας ενώνουν. Τα χρώματα της σημαίας. Τα υπόλοιπα κρατήστε τα για να μαλώνετε”.
Το καλύτερό του ήταν όταν μαζευόμασταν όλοι μαζί στο σπίτι. Εγγόνια, νύφες, παιδιά. Καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού και μας κοιτούσε σιωπηλός. Εύκολα μπορούσε να διακρίνει κανείς τη χαρά στη μάτια του. Καμάρωνε που μας έβλεπε αγαπημένους και φρόντιζε να το λέει συχνά. Μόνο όταν αρχίζαμε να μαζεύουμε το τραπέζι μάς έκανε νοήματα, εμάς τα εγγόνια, να καθίσουμε δίπλα του. Και τότε ξεκινούσε η μαγεία. Έπιανε τη φυσαρμόνικα και το δωμάτιο γέμιζε μελωδίες. “Φύσα ρούφα, φύσα ρούφα και τον μαθαίνεις τον σκοπό. Δεν είναι δύσκολο. Μόνο μην το παρατάς”. Και μετά σειρά είχαν τα τραγούδια. Μπιθικώτσης, Τσιτσάνης, Ζαμπέτας και προς το τέλος ο Μητροπάνος. Τον είχε ήδη τσακώσει η καταραμένη αρρώστια, όταν άκουσε για πρώτη φορά τη “Ρόζα”. Ζητούσε με τον πιο εκφραστικό τρόπο να τον συγχωρήσουμε που δεν καταλαβαίνει τι λένε τα computer και οι αριθμοί και στους ήχους του μπουζουκιού, άνοιγε τα χέρια και ξεκινούσε τον αγαπημένο του χορό. Κι αν τύχαινε και ήταν και η γιαγιά μου κοντά στο τελείωμα κάποιας στροφής, την άρπαζε να της δώσει ένα φιλί και συνέχιζε. Τον θαύμαζα που με κάτι τέτοια, μπορούσε να κάνει και την πιο απλή μέρα, ιδιαίτερη.
Ακόμη και το χρονικό διάστημα που ήταν στο νοσοκομείο, ανάμεσα στους ορούς και στα βογκητά των άλλων, η ψυχούλα του ήταν άξια θαυμασμού. Αξέχαστη θα μου μείνει μια μέρα, που ενώ του ετοίμαζε τα φάρμακα η νοσηλεύτρια, γύρισε προς το μέρος μου με ένα χαρτί και ένα στυλό. “Γράψε μου εδώ τους στίχους της “Ρόζας”. Θέλω να το τραγουδήσω και δε θυμάμαι τα λόγια. Μη με κοιτάς έτσι βρε πουλί μ’. Κάποτε και οι δυνατοί λυγίζουν, αλλά δεν τα παρατάνε. Γράψ’ τα μου σε παρακαλώ”. Χωρίς να πω κουβέντα πήρα το χαρτί κι άρχισα να σημειώνω τις λέξεις. Το είχαμε ακούσει τόσες φορές που δεν ήταν δύσκολο να το αποστηθίσω. Και κάπως έτσι, είχα ζήσει μια στιγμή μαζί του, που έμελλε να γίνει από τις πιο συγκινητικές, αποτυπώνοντας μέσα μου ένα τραγούδι που ακόμα και χρόνια μετά καταφέρνει να μου γεμίζει τα μάτια.
Στη σκέψη όλων αυτών, αποφάσισα να σταματήσω λίγο στην άκρη. Δάκρυα είχαν γεμίσει το πρόσωπό μου και ήθελα να ηρεμήσω λίγο πριν πιάσω ξανά το τιμόνι. Άλλωστε δεν υπήρχε λόγος βιασύνης. Το χωριό δεν ήταν μακριά. Αποφάσισα να σταματήσω σε ένα αγαπημένο του σημείο κι ας ήταν διαφορετικό τώρα πια. Η βρύση που πήγα για να ξεπλύνω το πρόσωπό μου ήταν πάντα εκεί, μα το κιόσκι ακριβώς από πάνω δεν πρόλαβε να το δει. Ασυναίσθητα χαμογέλασα. Μπορεί να του άρεσε και πιο πολύ τώρα. Θα απολάμβανε σίγουρα ένα τσιπουράκι καθισμένος με τους φίλους του και τραγουδώντας τους αγαπημένους τους σκοπούς.
Οι σκέψεις μου με τράβηξαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος. Το μεγάλο ρέμα μπορεί να μην είχε την ίδια ορμητικότητα με παλιά, όμως οι ήχοι του έφταναν σε εμένα δυνατοί, μεγαλώνοντας ταυτόχρονα και τη νοσταλγία μου. Προσπαθούσα να φέρω εικόνες στο νου μου με τον ίδιο να ψαρεύει, να μπαίνει στο ποτάμι, να απολαμβάνει την ηρεμία του δάσους. Πόσο το αγαπούσε! Και το δάσος και τη φύση όλου του τόπου μας! Συχνές ήταν και οι βόλτες του στην Κράστα. Πηγαίνοντας να δει τις κυψέλες του, ολοκλήρωνε σχεδόν πάντα τη διαδρομή προς το φαράγγι και μετά έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.
Γνώριζε την περιοχή πολύ καλά, όπως όλοι οι παλιοί. Κυρίως τη διαδρομή για το Παρχάρ και τις κορυφές του Βερμίου. Ατελείωτες ιστορίες με αναβάσεις μέσα στο χιόνι και στην ομίχλη, πότε πάνω στο άλογο ή το γαϊδούρι και πότε πλάι τους, γιατί “κι αυτά ψυχή έχουν και κουράζονται”, όπως έλεγε. Ανάλογα με τον καιρό και την εποχή, ανέβαινε πάντα φορτωμένος. Τσάι, χαμομήλι, κάστανα, μανιτάρια και οι προσωπικές μου αγαπημένες χαμόφτες. Μικροσκοπικές, πεντανόστιμες, άγριες φράουλες που μας είχε μάθει να μαζεύουμε κι εμείς τις καταβροχθίζαμε με τις χούφτες αχόρταγα. Και κάθε φορά, λίγο πριν φτάσει στην καλύβα, έκανε απαραίτητα μια στάση στο εκκλησάκι του δικού μας προπάππου, στο εκκλησάκι του δικού του πατέρα. Γέμιζε την καντήλα με λάδι, την άναβε και απολάμβανε τη θέα, ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο. Δεν τα πήγαινε καλά με την εκκλησία και τους παπάδες, μα είχε πίστη μέσα του. Η στάση στο συγκεκριμένο σημείο ήταν κάτι σαν προσωπική του κληρονομιά που πέρασε και σε εμάς, αφού κάθε φορά που μας φέρνει ο δρόμος κατά εκεί, σταματάμε, ακολουθώντας κατά μία έννοια τη δική του σειρά κινήσεων.
Βγαίνοντας από το μονοπάτι τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην πινακίδα που υπήρχε στη γέφυρα. “Καλώς ορίσατε σ’ εμέτερον το χωρίον”. “Ούτε αυτήν την είδες”, αναστέναξα και μπήκα στο αμάξι.
Δεν είχε εύκολη ζωή, μα δεν παραπονιόταν ποτέ. Τις ζούσε τις στιγμές του. Ήξερε να τις χαίρεται. Ορφάνεψε μικρός από μάνα, έζησε τη φτώχια, τον πόλεμο, την αιχμαλωσία… Μα ακόμα κι αν τύχαινε και ερχόταν η συζήτηση σε εκείνα τα σκληρά χρόνια, συνήθιζε να αστειεύεται για τη βαριά προφορά των Γερμανών και για το ανύπαρκτο φαγητό. Και μετά έπιανε τη φυσαρμόνικα ή τραγουδούσε κάποιο γνώριμο σκοπό, καταφέρνοντας με απόλυτη μαεστρία να αλλάξει την κουβέντα.
Δεν του άρεσαν οι διαφωνίες, ούτε οι έχθρες. Ακόμα κι αν δυσανασχετούσε με κάποιον συγχωριανό, δεν κρατούσε κακία. Πίστευε πως με ένα κέρασμα, ένα χαρούμενο ρυθμό και έναν μεζέ, όλα λύνονται. Το μόνο που δεν άντεχε με τίποτα ήταν το άδικο. Κυρίως όταν αφορούσε άλλους. “Θα τον προστατεύεις τον αδύναμο, θα μιλάς! Το άδικο δε θα το αφήνεις να περνάει, δε θα φοβάσαι!”. Ήταν ίσως μία από τις ελάχιστες φορές που τον ακούσαμε να υψώνει φωνή. “Και όταν υπερασπίζεσαι το δίκαιο και το ορθό, να μη σε νοιάζει αν σε κακολογήσουν. Ούτε μούτρα να τους κρατάς. Φρόντισε μόνο να λένε το όνομα σου σωστά”. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να καταλάβω πόση αξία είχαν τα λόγια του! Πόσο χρήσιμες ήταν οι συμβουλές του, αλλά και πόσο μπροστά ήταν για την εποχή του.
“Να είσαι ανεξάρτητη”, συνήθιζε να μου λέει. “Τη γυναίκα την υποτιμάνε εύκολα, να μην το επιτρέπεις. Να έχεις τη δουλειά σου, το αυτοκίνητό σου, κανέναν να μην έχεις ανάγκη! Και το πορτοφόλι σου να το κρατάς γεμάτο! Όχι από τσιγκουνιά, αλλά για να κερνάς!”. “Το κεφάλι θα το έχεις πάντα ψηλά κι όλα να τα αντιμετωπίζεις με χαμόγελο. Φρόντισε να πατάς καλά στα πόδια σου, αλλιώς ο κόσμος θα σε ρίξει εύκολα!”. “Τον άντρα που θα διαλέξεις, θα τον έχεις σύντροφο και συνοδοιπόρο στη ζωή. Ούτε για τράπεζα. Ούτε για θελήματα. Να στέκεσαι δίπλα του με περηφάνια”. “Να είσαι ανένδοτη μπροστά στο δίκαιο και στην αλήθεια!”.
Θυμάμαι έφηβη με τους χαλκάδες στ’ αυτιά, τα σκισμένα παντελόνια και τις ψηλές μπότες, μόλις κάποιος συγγενής ετοιμαζόταν να μου κάνει παρατήρηση, τον έκοβε αμέσως: “Κανέναν δεν ενοχλεί, αφήστε την. Θα της μείνει μετά απωθημένο και χειρότερο απ’ αυτό, δεν έχει”.
Τα τελευταία χρόνια η αρρώστια είχε κυριεύσει καλά το κορμί του και οι κινήσεις του περιορίζονταν μέρα με τη μέρα. Δεν ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί. Η περηφάνια του δεν του επέτρεπε να “πέσει”, όπως πίστευε, στα μάτια μας και οι συζητήσεις που άλλοτε κάναμε, είχαν αρχίσει σιγά σιγά να αποτελούν ανάμνηση. Αναπολώντας εκείνες τις μέρες που όλοι γνωρίζαμε πως το ρολόι χτυπάει αντίστροφα πια, μια στιγμή είναι έντονα χαραγμένη στο μυαλό μου. Ξαπλωμένος στον καναπέ με τα μάτια κλειστά, μα το μυαλό σε πλήρη εγρήγορση, άκουγε τη μουσική από το κασετόφωνο που κρατούσα δίπλα του. Στο άκουσμα ενός συγκεκριμένου τραγουδιού στράφηκε προς τη γιαγιά μου: “Σοφία έλα κάθ’κα με τ’ εμέν”. Μόλις ήρθε κοντά του, εκείνος προσπαθώντας να ακολουθήσει τους στίχους, άρχισε να της τραγουδά: “Αν δεν είχα κι εσένανε, τί θα ήμουν στη γη”…
Τελευταία στροφή και το οινοποιείο της Αργατίας μπροστά μου, προστίθεται στη λίστα με όλα αυτά που δεν είχε προλάβει να δει. Ούτε θυμάμαι για πότε έφτασα, πότε πάρκαρα και για πότε σχεδόν τρέχοντας, βρέθηκα στο σπίτι του. Η γιαγιά με περίμενε στην αυλή. Βλέποντας τα χέρια της ανοιχτά, χώθηκα στην αγκαλιά της και ξέσπασα σε κλάματα. “Πουλί μ’, γιαβρί μ’, τσικάρι μ’”, λέξεις που ισοδυναμούσαν με χίλια χάδια ικανά να σε παρηγορήσουν στο λεπτό. “Δεν τη θέλω την κληρονομιά γιαγιά”, κατάφερα να ξεστομίσω μετά από λίγο. “Ο ίδιος είναι γιαγιά! Τα λόγια, η ζωή και η αγάπη του. Και ακριβότερη κληρονομιά από αυτήν, δεν έχει…”