Η καθημερινή συμπεριφορά του ανθρώπου αποτελεί μία συνεχή διαδικασία εφαρμογής αισθητικών και αισθητηριακών πληροφοριών σε κινητικές ενέργειες (Kugler & Turvey, 1987). Αρκετές έρευνες έχουν εξετάσει την επίδραση της οπτικής και κιναισθητικής πληροφορίας στην προσαρμογή της στάσης (Assainte & Amblard, 1992) ή τη συνδυασμένη επίδραση αντικρουόμενων οπτικών και κιναισθητικών πληροφοριών όπως εμφανίζεται στο παράδειγμα του κινούμενου δωματίου (Sveis-trup & Woollacoot, 1996). Παρόλο που οι μελέτες αυτές παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τον αντισταθμιστικό και λειτουργικό ρόλο του ελέγχου της στάσης, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ελάχιστα πειραματικά δεδομένα σχετικά με την επίδραση της οπτικής αντίληψης στον έλεγχο της στάσης του σώματος προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος συγκεκριμένος κινητικός στόχος, όταν απουσιάζει το εξωτερικό αποσταθεροποιητικό ερέθισμα.Η μάθηση αξιολογήθηκε από α) τον Αριθμό των Λαθών (ΑΛ) που γινόταν σε κάθε επανάληψη χωριστά για το δεξί και το αριστερό πόδι και β) το συνολικό Χρόνο Κίνησης (ΧΚ) της κάθε επανάληψης. Λάθος καταγραφόταν κάθε φορά που το διάνυσμα της δύναμης του δεξιού ή αριστερού ποδιού έβγαινε έξω από τα όρια που οπτικά καθόριζαν οι τροχιές στην οθόνη του υπολογιστή κατά τη διάρ-κεια της εκτέλεσης, δηλαδή πάνω ή κάτω από το βάρος που αντιστοιχούσε σε κάθε πόδι (±200Ν). Η καταγραφή του αριθμού των λαθών γινόταν μετά το τέλος της κάθε επανάληψης χωριστά για το κάθε πόδι. Κάθε φορά που η τιμή της δύναμης του δεξιού ή του αριστερού ποδιού έβγαινε έξω από τις τροχιές ο χρόνος εξακολουθούσε να μετράει. Στη συνέχεια υπολογίστηκαν η Μέση Τιμή (ΜΟ) και Τυπική Απόκλιση (ΤΑ) του αριθμού των λαθών και χρόνου κίνησης για κάθε μπλοκ των πέντε επανα-λήψεων. Η μέση τιμή χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει τη βελτίωση της εκτέλεσης ανά μπλοκ προσπαθειών, ενώ η τυπική απόκλιση του αριθμού λαθών ανά μπλοκ προσπαθειών ήταν δείκτης της σταθερότητας της εκτέλεσης.
δείτε το υπόλοιπο άρθρο εδώ












