Ανατροπές στην αγορά, σε δεκάδες εκπτώσεις φόρου και ειδικά καθεστώτα, αλλά και σε εκατομμύρια καθημερινές συναλλαγές των πολιτών φέρνει η αλλαγή στον ΦΠΑ και η καθιέρωση, εφόσον υιοθετηθεί η ελληνική πρόταση, της «ποινής» για όσους πληρώνουν με μετρητά, η οποία οδηγεί σε «διπλούς» συντελεστές ΦΠΑ.
Όπως αποκάλυψε ο Γιάννης Βαρουφάκης στο Star, η Κυβέρνηση έχει υποβάλλει στους δανειστές σχέδιο αναμόρφωσης του ΦΠΑ που προβλέπει ότι από την 1η Οκτωβρίου, μετά δηλαδή και το τέλος της «υψηλής σεζόν» στον τουρισμό, οι ισχύοντες συντελεστές του φόρου θα αποτελούν παρελθόν, μαζί με τις εξαιρέσεις όπως ισχύουν για τα νησιά του Αιγαίου.
Ειδικότερα, η πρόταση της Αθήνας, την οποία ήδη επεξεργάζεται το Brussels Group, προβλέπει ενιαίο συντελεστή 18% για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες κι έναν μειωμένο συντελεστή 9,5% στον οποίο θα υπάγονται μόνο τρόφιμα, φάρμακα, εφημερίδες και βιβλία.
Ωστόσο, στο σχέδιο προβλέπεται ότι οι συντελεστές αυτοί θα αφορούν μόνο όσες συναλλαγές γίνονται με μετρητά, καθώς για όσους πληρώνουν με πλαστικό χρήμα, δηλαδή με χρεωστική κάρτα ή με πιστωτική, ανεξαρτήτως του ύψους της συναλλαγής, τα ύψη του ΦΠΑ θα μειώνονται σε 15% και 6,5% αντιστοίχως. Μάλιστα, ως μέσο αποτροπής της πιστωτικής και προώθησης της χρεωστικής κάρτας, που δεν επιβαρύνει με επιτόκιο τον κάτοχο της – το οικονομικό επιτελείο μελετά και επιπλέον φορολόγηση της χρήσης πιστωτικών καρτών, όπως αποκάλυψε ο Γιάννης Βαρουφάκης.
Η «ποινή» για τις συναλλαγές με φυσικό χρήμα προβλέφθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας πάταξης της φοροδιαφυγής, αλλά και με δεύτερο στόχο την προώθηση των συναλλαγών με πλαστικό χρήμα, καθώς έτσι ο ΦΠΑ αποδίδεται αυτομάτως και αυθημερόν απευθείας στο Δημόσιο από τις τράπεζες, οι οποίες τον παρακρατούν από το ποσό της αγοράς και αποδίδουν στην επιχείρηση τα υπόλοιπα χρήματα, βάζοντας τέλος έτσι στην «κακή συνήθεια» χιλιάδων επαγγελματιών να μην δίνουν στην Εφορία τον ΦΠΑ που απλώς εισπράττουν από τους πελάτες τους για λογαριασμό της, αλλά να τον κρατούν ως «κεφάλαιο κίνησης», που συχνά τελικώς δεν αποδίδεται ποτέ στο Δημόσιο.
Το σενάριο προβλέπει «ταλαιπωρία» κυρίως για τους μεγαλύτερης ηλικίας καταναλωτές που δεν διαθέτουν και δεν έχουν μάθει να συναλλάσσονται με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες καθώς και τους επαγγελματίες κυρίως απομακρυσμένων και μικρών χωριών και οικισμών, οι οποίοι θα πρέπει να «συνδεθούν» με τράπεζες και να διαθέτουν POS, δηλαδή τα μηχανήματα αναγνώρισης καρτών, δεδομένου ότι οι πελάτες τους θα επιδιώκουν συναλλαγές με πλαστικό χρήμα για να βαρύνονται με μικρότερο ΦΠΑ.
Εφόσον υιοθετηθεί το σενάριο της Αθήνας, ο νέος ΦΠΑ θα φέρει μειώσεις στις τιμές όλων των τροφίμων καθώς και σε όσα αγαθά κι υπηρεσίες βαρύνονται σήμερα με 23% όπως, μεταξύ πολλών άλλων, σε λογαριασμούς τηλεφωνίας, service αυτοκινήτων, αγορά αυτοκινήτων ή ακινήτων κ.α.
Ειδικά για τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, το σχέδιο προβλέπει ο φόρος να ανέβει από το 13% στο 15% και όχι στο 18%, καθώς ανεξαρτήτως του τρόπου πληρωμής, στο πεδίο αυτό δεν υπάρχει περιθώριο για φοροδιαφυγή.
Μεγάλος χαμένος από την καθιέρωση συντελεστή 18% ή 15% είναι ο κλάδος των ξενοδοχείων, που σήμερα έχει ΦΠΑ 6,5% για τις διανυκτερεύσεις, ο οποίος θα υπερδιπλασιαστεί, ενώ πρόσθετο πλήγμα για όσες μονάδες βρίσκονται στα νησιά του Αιγαίου θα αποτελέσει και η μεμιάς κατάργηση όλων των μειωμένων συντελεστών (κατά 30%) και των εξαιρέσεων του ΦΠΑ που ισχύουν σήμερα στις περιοχές αυτές.
Όπως είπε επ’ αυτού ο Υπουργός Οικονομικών, θα καταργηθούν και οι εκπτώσεις κατά 30% στον ΦΠΑ για τους μόνιμους κατοίκους των νησιών, οι οποίοι θα δικαιούνται επιστροφής φόρου ίσης με την διαφορά από την αύξηση του ΦΠΑ, ανάλογα με τις αποδείξεις συναλλαγών που θα συγκεντρώνουν.
Εφόσον γίνει αποδεκτή αυτή η πρόταση, η Κυβέρνηση θα αποσύρει από το τραπέζι τα σχέδια για επιβολή, σε νησιά με πάνω από 3.100 ή 4.100 κατοίκους:
Τέλους διανυκτέρευσης σε πολυτελή καταλύματα
Φόρου 3% στον τζίρο νυχτερινών κέντρων, μπαρ και εστιατορίων α΄ κατηγορίας
Φόρου 6% για αγορές ρούχων, ρολογιών, κοσμημάτων και ειδών πολυτελείας.
Απώτερος στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι η τόνωση των δημοσίων εσόδων, μέσω του περιορισμού της φοροδιαφυγής στην αγορά, αλλά και την κατάργηση εξαιρέσεων και απαλλαγών που «στοιχίζουν» στον Προϋπολογισμό εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο.