Του Νίκου Λυσιγάκη, διεθνολόγου (άρθρο στο News247)
Από τις εποχές των κρίσεων με το Χόρα και το Σισμίκ έως τη διπλωματία των σεισμών, των ζεϊμπέκικων και των κουμπαριών, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει από σαράντα κύματα.
Τελευταία θερμή περίοδος ήταν το καλοκαίρι του 2020. Τότε που καθ’ ομολογία όλων, οι δύο πλευρές έφτασαν στα πρόθυρα θερμού επεισοδίου, όταν η Τουρκία έστειλε τα ερευνητικά της σκάφη στα ελληνικά χωρικά ύδατα, συνοδευόμενα από πολεμικά πλοία. Χρειάστηκε η παρέμβαση της Α. Μέρκελ προκειμένου να εκτονωθεί η κατάσταση, ωστόσο ιστορικά, τα γεγονότα αυτά έχουν πάψει να εκπλήσσουν.
Με τις δύο χώρες να έχουν συνεχή επεισόδια στο Αιγαίο και στον εναέριο χώρο, η κρίση ξεπερνά τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά των εκάστοτε κυβερνώντων. Για δεκαετίες ήταν οι κεμαλιστές, ενώ η ελπίδα ορισμένων στην Ελλάδα ο Τ. Ερντογάν να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο ηγέτη μιας κοσμοπολίτικης ισλαμικής Δημοκρατίας, διαψεύσθηκε οικτρά. Η γεωμετρική ταχύτητα όμως με την οποία το καθεστώς της Άγκυρας έγινε ολοένα και περισσότερο ανελεύθερο, διέψευσε κάθε προσδοκία, ενώ τα πράγματα στις διμερείς σχέσεις εκτραχυνθούν μετά την αμφιλεγόμενη προσπάθεια πραξικοπήματος του 2016. Η υπόθεση ασύλου των 8 Τούρκων αξιωματικών και μια σειρά από αρνήσεις των ελληνικών αρχών να συναινέσουν στο πογκρόμ του τουρκικού καθεστώτος εναντίον των αντιφρονούντων, αύξησαν εκ νέου την ένταση. Αποκορύφωμα ήταν η κρίση του Έβρου το 2020, ενώ το γεγονός πως η Τουρκία παραμένει εκτός κάθε σχεδιασμού ενεργειακής εκμετάλλευσης και συνεργασίας, προκαλεί την οργισμένη αντίδραση του τουρκικού κατεστημένου.
Η τελευταία σύγκρουση όμως περιστρέφεται γύρω από την ομιλία του Πρωθυπουργού στο Αμερικανικό Κογκρέσο. Με το «Μητσοτάκης γιοκ» η Άγκυρα δείχνει σαφή ενόχληση για την αποδοχή που αυτή είχε από το αμερικάνικο ακροατήριο, αλλά και την ευρύτερη ευθυγράμμιση των ελληνοαμερικανικών συμφερόντων. Το κάψιμο κάθε γέφυρας ελληνοτουρκικής επικοινωνίας από τον Ερντογάν, υποκρύπτει την ισχυρή αντίδραση σε κάθε προσπάθεια της Δύσης να επιβάλει λύσεις στην Τουρκία. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως οι σχέσεις των δύο χωρών μπαίνουν σε μια νέα περίοδο έντασης, με ορίζοντα τις τουρκικές εκλογές του 2023. Εκεί που για πρώτη φορά, ο επικεφαλής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης νιώθει την αμφισβήτηση σύσσωμης αντιπολίτευσης, εν μέσω τεράστιων πληθωριστικών κυμάτων και ακρίβειας.
Με τα σενάρια για το επόμενο διάστημα να δίνουν και παίρνουν, θα αναλύσουμε τρεις πιθανές εξελίξεις.
Το κλισέ ‘θερμό’ καλοκαίρι
Με τις τουρκικές εκλογές να είναι προγραμματισμένες για τον Ιούνιο του 2023 και την αντιπολίτευση να οργανώνει ενιαίο μέτωπο εναντίον του Τούρκου Προέδρου, είναι προφανές πως η πίεση προς τον Τ. Ερντογάν θα αυξηθεί.
Με δεδομένη τη διάθεση του για συσπείρωση του κομματικού του ακροατηρίου, αλλά και την αναθεώρηση του ενεργειακού σχεδιασμού στην περιοχή, από τον οποίο η Τουρκία παραμένει σήμερα αποκλεισμένη, δεν αποκλείεται να ωθήσει ξανά τη γειτονική χώρα σε προβοκατόρικες ενέργειες. Είναι άλλωστε νωπές οι μνήμες από τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη που συνοδευόμενα από πλοία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού επιχείρησαν να κάνουν έρευνες σε περιοχές διεθνώς αναγνωρισμένες ως ελληνικά ύδατα.
Έχοντας ουσιαστικά καταλύσει στην πράξη το ‘μορατόριουμ’ πτήσεων τους θερινούς μήνες στο Αιγαίο, μια πιθανή κλιμάκωση θα εντείνει τις πιθανότητες ενός θερμού επεισοδίου.
Αναδίπλωση και επιστροφή στη λογική
Ήταν 6 Μαρτίου 2020 όταν επιστρέφοντας από επίσκεψη στη Μόσχα, ο Τούρκος Πρόεδρος δήλωνε την άρνηση του να μη βρεθεί στο μέλλον ούτε σε κοινή φωτογραφία με τον Κ. Μητσοτάκη. Τελικά, μπήκε, και μαζί με το Βούλγαρο πρόεδρο συζήτησαν την αποκλιμάκωση της προσφυγικής κρίσης. Για ένα κομμάτι των δυτικών αναλυτών, η Τουρκία των τελευταίων χρόνων ανεβάζει τους τόνους και προβάλλει μαξιμαλιστικές θέσεις, ωστόσο την κρίσιμη στιγμή αναδιπλώνεται και επιστρέφει σε ορθολογικές θέσεις.
Με την τουρκική οικονομία να πιέζεται σημαντικά και τις κοινωνικές αντιδράσεις να ευνοούν την αντιπολίτευση, ένα ‘θερμό καλοκαίρι’ θα επηρέαζε σημαντικά τις τουριστικές αφίξεις και κατ’ επέκταση τα έσοδα. Τα κύματα των Ρώσων τουριστών, που φέτος είναι αποκλεισμένοι από τις ευρωπαϊκές ακτές αναμένεται να δώσουν ανάσα στα τουρκικά κρατικά ταμεία και η λογική λέει πως η Άγκυρα δε θα ήθελε να διακινδυνέψει μια τέτοια εξέλιξη.
Τα ανταλλάγματα.
Σήμερα η Τουρκία έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα. Στο εσωτερικό οι επιθέσεις στους Κούρδους και οι αυξανόμενες πιέσεις από τις τοπικές κοινωνίες για διευθέτηση του προσφυγικού, ωθούν τον Τ. Ερντογάν να πιέζει τη Δύση να αποδεχτεί την εγκατάσταση τους στα σύνορα με τη Συρία, προκειμένου να ενισχύει παράλληλα και τα τουρκικά ερείσματα στη βόρεια Συρία. Αντίστοιχα, το μπλοκάρισμα της εισόδου στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας έχει εξοργίσει, με πολλούς δυτικούς ηγέτες να αμφισβητούν ανοιχτά πια το ρόλο της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο.
Η πιθανότητα η Τουρκία να επιδιώξει ένα νέο μέτωπο με την Ελλάδα αυτή τη φορά, θα διευρύνει την ήδη επιβαρυμένη διεθνή θέση της γειτονικής χώρας, που στην προκειμένη χρονική περίπτωση ίσως περισσότερο ενδιαφέρεται για να εισπράξει ανταλλάγματα, παρά να εμπλακεί σε μια νέα κρίση. Κι’ αυτά θα προέλθουν κυρίως από τις ΗΠΑ: Αφενός η αποδοχή των τουρκικών σχεδίων για τη Συρία και αφετέρου, η αναβάθμιση και προμήθεια νέων τουρκικών F-16, που τόσο πιεστικά ζητά η Άγκυρα από την Ουάσινγκτον.
Το γεγονός όμως ότι ακόμα ότι όχι απλώς δεν έχει πάρει ακόμη πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο, αλλά δεν δέχεται ούτε τηλεφώνημα από τον πρόεδρο Μπάιντεν, αποτελεί σοβαρό πλήγμα στις επιδιώξεις αλλά κυρίως στο πολιτικό προφίλ του Τούρκου Προέδρου.