Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών άφησε ο αγαπημένος ηθοποιός Νίκος Ξανθόπουλος.
Τα τελευταία χρόνια ο αγαπημένος πρωταγωνιστής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου αντιμετώπιζε χρόνια καρδιολογικά προβλήματα, ενώ νοσηλευόταν σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω.
Υπήρξε η προσωποποίηση της φτώχειας, του πόνου, της αδικίας αλλά και της δύναμης, της υπομονής και της τιμιότητας. Ήταν και θα παραμείνει ες αεί, το αγαπημένο «παιδί του λαού» που εξέφρασε μέσα από τους κινηματογραφικούς του ρόλους και τα τραγούδια του τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων που αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και τον λάτρεψαν και τον έβαλαν στην καρδιά τους και κράτησαν ζωντανή την εικόνα του καθιερώνοντάς τον ως έναν από τους πλέον δημοφιλείς κινηματογραφικούς ήρωες όλων των εποχών.
Αυτός ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, που «έφυγε» στα 89 του χρόνια, έχοντας διαγράψει μια ζωή γεμάτη που τού χάρισε την αίσθηση της πληρότητας. Και πως να μην ένιωθε πλήρης; Έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και το τραγούδι, αγαπήθηκε όσο λίγοι και όταν ήρθε η ώρα, αποσύρθηκε για ζήσει όπως εκείνος επιθυμούσε, μακριά από τα αδιάκριτα φώτα, σε ένα κτήμα στην ανατολική Αττική, μαζί με την οικογένειά του, την αγαπημένη του σύζυγο, τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Πριν από λίγες ημέρες και μετά από έναν ολόκληρο μήνα νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας, λόγω σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων, ο αγαπημένος ηθοποιός έδειξε σημάδια βελτίωσης και μεταφέρθηκε σε απλή κλίνη συνεχίζοντας τη θεραπεία του. Ωστόσο, φάνηκε πως η καρδιά του δεν άντεξε και σήμερα, 22 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή. Νωρίτερα νοσηλευόταν σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω επί έναν μήνα.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια των γιορτών βρισκόταν στην κλινική, έχοντας διαρκώς στο πλευρό του τα μέλη της οικογένειάς του.
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ‘μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ‘μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε, το 2005, από τις εκδόσεις «Άγκυρα».
Στις 400 σελίδες αυτούς του βιβλίου, διηγήθηκε τη ζωή του, έτσι όπως την έχτισε, «Πετραδάκι – πετραδάκι», από τη φτωχογειτονιά της Νέας Ιωνίας που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ως παιδί προσφύγων που πάλευαν καθημερινά για το ψωμί τους, γνώρισε από πολύ νωρίς τί θα πει φτώχεια και στερήσεις. Παρόλα αυτά δεν το έβαλε κάτω και κυνήγησε τα όνειρά του. Έπαιξε ποδόσφαιρο με την ΑΕΚ στα εφηβικά του χρόνια, διάβαζε διαρκώς ενώ όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσει ποιον δρόμο θέλει να ακολουθήσει στη ζωή του, τα βήματά του τον οδήγησαν στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Είχε μαγευτεί από τις ερμηνείες του Μάνου Κατράκη κι ήθελε να μπει κι ο ίδιος στον μαγικό αυτό κόσμο.