Κατηγορίες
Διάφορα

Αλλάζει ο εργασιακός και μισθολογικός «χάρτης» της χώρας

0285f71f5412ac3fa34fc42d0dfee417_LΝέο τοπίο στα εργασιακά και το μισθολόγιο του ιδιωτικού τομέα φέρνει το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού, το οποίο δόθηκε πριν από λίγες ημέρες στην δημοσιότητα

Με το νομοσχέδιο καταργείται όλο το πλέγμα των νόμων, ρυθμίσεων και αποφάσεων που απορρέουν από τα δύο Μνημόνια. Το πνεύμα του νομοσχεδίου διαπνέεται από τη διακριτή υπερίσχυση των κλαδικών και την ταυτόχρονη αποδυνάμωση των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων εργασίας.

Κρίσιμο είναι και το Άρθρο 15 του νομοσχεδίου που καθορίζει με ακρίβεια την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ, από την 1η Οκτωβρίου 2015, με κατάληξη τα 751 ευρώ, από την 1η Ιουλίου 2016. Το σχέδιο νόμου που αυτοπροσδιορίζεται ως τροποποίηση του νόμου 1876/1990, ενός νόμου που καταργήθηκε από τις νομοθετικές παρεμβάσεις, ελέω Μνημονίων, τονίζει τα ακόλουθα:

Στο Άρθρο 1, επεξηγούνται οι ρυθμίσεις που μπορεί να προκύψουν από την υπογραφή μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ειδικότερα, διευκρινίζεται ότι οι ΣΣΕ μπορούν να ρυθμίζουν ζητήματα σχετικά με τη σύναψη, τους όρους και τη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας που εμπίπτουν στο πεδίο ισχύος της. Επίσης, μπορούν να ασχοληθούν με ζητήματα άσκησης του συνδικαλιστικού δικαιώματος σε μια επιχείρηση, όπως επίσης και με θέματα κοινωνικής ασφάλισης, εκτός όμως από συνταξιοδοτικά.

Στο Άρθρο 2 τονίζονται αναλυτικά τα είδη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που υπάρχουν. Αυτά είναι η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ προστίθενται ως έννοια και οι ομιλικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούν τους εργαζομένους ομίλων συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Ως συνδεδεμένες, θεωρούνται οι επιχειρήσεις εκείνες, μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική. Επίσης, ισχύουν κανονικά οι εθνικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σημειώνεται ότι οι κλαδικές, επιχειρησιακές, ομιλικές και εθνικές ή τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους αμοιβής και εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους αμοιβής και εργασίας των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Στο Άρθρο 3 γίνεται εκτενής αναφορά στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, όπως επίσης και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή. Το συγκεκριμένο δικαίωμα μπορεί να ασκείται από συνδικαλιστικές οργανώσεις, είτε εργαζομένων, είτε εργοδοτών, πάντοτε με έγγραφη ειδοποίηση. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων ορίζεται το αργότερο 10 μέρες μετά την επίδοση του σχετικού εγγράφου. Η πλευρά των εργαζομένων, δικαιούται να ζητήσει από τους εργοδότες πλήρη στοιχεία για την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης ή του κλάδου. Για παράδειγμα, αν πρόκειται για επιχειρησιακή σύμβαση, η επιχείρηση οφείλει να παράσχει στοιχεία σχετικά με το μισθολογικό κόστος. Εάν πρόκειται για ομιλική συλλογική διαπραγμάτευση, τα στοιχεία που θα κατατεθούν πρέπει να αφορούν κάθε μία από τις επιχειρήσεις του ομίλου.

Στο Άρθρο 4 γίνεται αναφορά στο πώς τίθεται σε ισχύ μια συλλογική σύμβαση εργασίας και τονίζεται ως όριο η 1η Οκτωβρίου 2015 για να προσαρτώνται υποχρεωτικά σε αυτές ένας Πίνακας Αποδοχών στον οποίο θα αποτυπώνονται αναλυτικά, οι τιθέμενοι με τη συλλογική σύμβαση όροι αμοιβής, μισθοί, επιδόματα και κάθε είδους χρηματικές προσαυξήσεις ή παροχές που δικαιούνται οι εργαζόμενοι ανά ειδικότητα, εξειδίκευση, χρόνο προϋπηρεσίας, κατηγορία, θέση, συνθήκες εργασίας.

Στο Άρθρο 5 ξεκαθαρίζεται ποιοι έχουν την ικανότητα για να συνάψουν συλλογική σύμβαση εργασίας. Τούτο μπορεί να προκύψει από συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών όλων των βαθμίδων στο πεδίο της δραστηριότητάς τους. Επιλέγεται, αν χρειαστεί, η πιο αντιπροσωπευτική από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας είναι ο αριθμός των εργαζομένων που ψήφισε στις τελευταίες εκλογές για ανάδειξη διοίκησης.

Στο Άρθρο 6 τονίζεται ότι οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Στους εργαζόμενους αυτούς περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας. Εφ’ όσον ο εργοδότης ή οι εργοδότες δεσμεύονται από επιχειρησιακή ή ομιλική συλλογική σύμβαση εργασίας, οι κανονιστικοί όροι της ισχύουν υποχρεωτικά και στις εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζομένων που απασχολούνται από τον εν λόγω εργοδότη ή εργοδότες αντίστοιχα.

Στο Άρθρο 7 ορίζεται με σαφήνεια ο χρόνος ισχύος μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα έτος. Η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας αρχίζει από την ημέρα της κατάθεσής της στο κατά τόπο αρμόδιο τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων και λήγει με την πάροδο του χρόνου που συμφωνήθηκε ή με καταγγελία σύμφωνα με διατάξεις του νόμου αυτού. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να ορίσουν για τη συλλογική σύμβαση εργασίας αναδρομική ισχύ έως την ημέρα της λήξης ή της καταγγελίας της προηγούμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει προηγούμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό. Εάν υπάρξει προσφυγή στη διαδικασία της Μεσολάβησης και της Διαιτησίας, τότε προκύπτει αυτοδίκαιη παράταση της κανονιστικής ισχύος μιας συλλογικής σύμβασης, μέχρι την υπογραφή συλλογικής σύμβασης ή μέχρι το πέρας της διαδικασίας της μεσολάβησης ή μέχρι την έκδοση διαιτητικής απόφασης. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι μετά την πάροδο του εξαμήνου ή των τυχόν παρατάσεων της προηγούμενης παραγράφου, οι υφιστάμενοι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας.

Στο Άρθρο 8 ξεκαθαρίζεται ότι η κλαδική, η ομιλική ή η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας.

Στο Άρθρο 9 σημειώνεται ότι συνδικαλιστικές οργανώσεις και εργοδότες που δεν δεσμεύονται από συλλογική σύμβαση εργασίας μπορούν να προσχωρήσουν από κοινού σε συλλογική σύμβαση εργασίας που αφορά την κατηγορία τους. Προσχώρηση όμως σε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας δεν είναι δυνατόν να γίνει από εργοδότη ή συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων άλλης επιχείρησης. Με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51 % των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος.

Στο Άρθρο 10 γίνεται εκτενής αναφορά στη διαδικασία της μεσολάβησης η οποία αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τα ενδιαφερόμενα μέρη, που υποβάλλεται από κοινού ή χωριστά. Ο μεσολαβητής επιλέγεται από τα μέρη από ειδικό κατάλογο μεσολαβητών. Σε περίπτωση ασυμφωνίας των μερών ο μεσολαβητής ορίζεται με κλήρωση. Για τον σκοπό αυτόν, ύστερα από 48 ώρες από την υποβολή της αίτησης, η αρμόδια υπηρεσία του ΟΜΕΔ καλεί τα μέρη να προσέλθουν σε καθορισμένο τόπο και ώρα για την επιλογή μεσολαβητή και σε περίπτωση διαφωνίας για την ανάδειξή του με κλήρωση. Ο μεσολαβητής οφείλει να αναλάβει τα καθήκοντά του εντός πέντε εργάσιμων ημερών το αργότερο από τον ορισμό του. Ο μεσολαβητής δύναται, εντός προθεσμίας τριών εργάσιμων ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων του, να απευθύνει σχετικά ερωτήματα στο Σώμα Εμπειρογνωμόνων με σκοπό τη σύνταξη έκθεσης, η οποία υποβάλλεται σε αυτόν εντός οκτώ ημερών από την υποβολή των ερωτημάτων.

Ο μεσολαβητής καλεί τα μέρη σε συζητήσεις, προβαίνει σε κατ’ ιδίαν ακρόαση των μερών, σε εξετάσεις προσώπων και λαμβάνει υπόψη την έκθεση του Σώματος Εμπειρογνωμόνων, την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά, το πραγματικό εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και την εν γένει οικονομική κατάσταση των μερών. Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε προθεσμία είκοσι εργάσιμων ημερών, από την επομένη της ημέρας ανάληψης των καθηκόντων του μεσολαβητή, ο μεσολαβητής κοινοποιεί στα μέρη την πρότασή του. Με συμφωνία των μερών, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να παρατείνεται κατά μέγιστο για δέκα ημέρες. Εντός τριών ημερών από την κοινοποίηση της πρότασης του μεσολαβητή, καθένα από τα μέρη μπορεί να υποβάλλει αιτιολογημένη τροποποιητική πρόταση, την οποία κοινοποιεί και στο άλλο μέρος.

Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία της μεσολάβησης παρατείνεται για πέντε ημερολογιακές ημέρες, μετά την παρέλευση των οποίων ο μεσολαβητής υποχρεούται να κοινοποιήσει στα μέρη την οριστική πρότασή του. Αν τα μέρη δεν γνωστοποιήσουν εγγράφως την αποδοχή της πρότασης του μεσολαβητή μέσα σε πέντε ημέρες από την κοινοποίησή της, θεωρείται ότι την απέρριψαν. Εφ’ όσον η πρόταση γίνεται δεκτή, ο μεσολαβητής καλεί τα μέρη για την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας.

περισσότερα στο dikaiologitika.gr

moserlx-gif-1
coffee-banner
error: Protected